- θερμαίνω
- (ΑΜ θερμαίνω)1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.)2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση».β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.)3. παθ. θερμαίνομαια) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω θερμότητα («τὸ θερμαῑνον ψύχεται ὑπὸ τοῡ θερμαινομένου», Αριστοτ.)β) πάσχω από πυρετό («ἄνθρωπος θερμαινόμενος ἐδείπνησεν καὶ ἔπιε πλέον», Ιπποκρ.)νεοελλ.1. υποθάλπω, περιθάλπω («τόν θέρμανε στην αγκαλιά της»)2. παθ. πάσχω από ελώδη πυρετόαρχ.παθ. (για ρίζες) ξηραίνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός.ΠΑΡ. θέρμανση(-ις), θερμαντήρ(ας), θερμασία, θέρμασμααρχ.θερμαντόςνεοελλ.θερμαστής.ΣΥΝΘ. αναθερμαίνω, διαθερμαίνω, καταθερμαίνω, παραθερμαίνω, προθερμαίνω, υπερθερμαίνω, υποθερμαίνωαρχ.αντιθερμαίνω, εκθερμαίνω, ενθερμαίνω, προαναθερμαίνω, προδιαθερμαίνω, προεκθερμαίνω, προσσυνθερμαίνω, συνδιαθερμαίνω, συνεκθερμαίνω, συνθερμαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.